φυτοζωία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτοζωία οι φυτοζωίες
      γενική της φυτοζωίας των φυτοζωιών
    αιτιατική τη φυτοζωία τις φυτοζωίες
     κλητική φυτοζωία φυτοζωίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυτοζωία < φυτοζωώ

Ουσιαστικό

φυτοζωία θηλυκό

  • η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει εκείνος που φυτοζωεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.