φυτοζωώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φυτοζωώ < φυτό + ζω

Ρήμα

φυτοζωώ

  1. δεν είμαι ενεργός-δραστήριος· δεν κινούμαι αρκετά στην ζωή, την κοινωνία, την αγορά, την εργασία κτλ.
      Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα, άνεργος, άβουλος, απροσανατόλιστος. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
  2. ζω στερημένα, καλύπτω μόνον τις βασικές ανάγκες και συχνά ούτε αυτές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.