φυτοζωώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
φυτοζωώ
- δεν είμαι ενεργός-δραστήριος· δεν κινούμαι αρκετά στην ζωή, την κοινωνία, την αγορά, την εργασία κτλ.
- ※ Φυτοζώησε λίγους μήνες στην Αθήνα, άνεργος, άβουλος, απροσανατόλιστος. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])
- ζω στερημένα, καλύπτω μόνον τις βασικές ανάγκες και συχνά ούτε αυτές
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.