φυσιογνωμίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιογνωμίστρια οι φυσιογνωμίστριες
      γενική της φυσιογνωμίστριας των φυσιογνωμιστριών
    αιτιατική τη φυσιογνωμίστρια τις φυσιογνωμίστριες
     κλητική φυσιογνωμίστρια φυσιογνωμίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιογνωμίστρια < θηλυκό του φυσιογνωμιστής

Ουσιαστικό

φυσιογνωμίστρια θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.