φυσικοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσικοθεραπεία οι φυσικοθεραπείες
      γενική της φυσικοθεραπείας των φυσικοθεραπειών
    αιτιατική τη φυσικοθεραπεία τις φυσικοθεραπείες
     κλητική φυσικοθεραπεία φυσικοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσικοθεραπεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φυσικοθεραπεία θηλυκό

  • η θεραπεία χρησιμοποιούμενων των φυσικών μέσων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.