φυγοκεντρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φυγοκεντρωτής | οι | φυγοκεντρωτές |
| γενική | του | φυγοκεντρωτή | των | φυγοκεντρωτών |
| αιτιατική | τον | φυγοκεντρωτή | τους | φυγοκεντρωτές |
| κλητική | φυγοκεντρωτή | φυγοκεντρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φυγοκεντρωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.