φρουτεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρουτεμπόριο τα φρουτεμπόρια
      γενική του φρουτεμπορίου
& φρουτεμπόριου
των φρουτεμπορίων
    αιτιατική το φρουτεμπόριο τα φρουτεμπόρια
     κλητική φρουτεμπόριο φρουτεμπόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρουτεμπόριο < φρούτ(ο) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

φρουτεμπόριο ουδέτερο

  • (οικονομία) γενικά το εμπόριο φρούτων και λαχανικών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.