φραουλοχυμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φραουλοχυμός | οι | φραουλοχυμοί |
| γενική | του | φραουλοχυμού | των | φραουλοχυμών |
| αιτιατική | τον | φραουλοχυμό | τους | φραουλοχυμούς |
| κλητική | φραουλοχυμέ | φραουλοχυμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φραουλοχυμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.