φραγκοπαπαδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φραγκοπαπαδιά | οι | φραγκοπαπαδιές |
| γενική | της | φραγκοπαπαδιάς | των | φραγκοπαπαδιών |
| αιτιατική | τη | φραγκοπαπαδιά | τις | φραγκοπαπαδιές |
| κλητική | φραγκοπαπαδιά | φραγκοπαπαδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραγκοπαπαδιά < θηλυκό του φραγκόπαπας
Ουσιαστικό
φραγκοπαπαδιά θηλυκό
- μοναχή του καθολικού δόγματος
- (μεταφορικά) σιγανοπαπαδιά, τσατσοπαναγιά, γυναίκα που παριστάνει την ηθική χωρίς να είναι
Μεταφράσεις
φραγκοπαπαδιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.