φραγκοπαπαδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραγκοπαπαδιά οι φραγκοπαπαδιές
      γενική της φραγκοπαπαδιάς των φραγκοπαπαδιών
    αιτιατική τη φραγκοπαπαδιά τις φραγκοπαπαδιές
     κλητική φραγκοπαπαδιά φραγκοπαπαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγκοπαπαδιά < θηλυκό του φραγκόπαπας

Ουσιαστικό

φραγκοπαπαδιά θηλυκό

  1. μοναχή του καθολικού δόγματος
  2. (μεταφορικά) σιγανοπαπαδιά, τσατσοπαναγιά, γυναίκα που παριστάνει την ηθική χωρίς να είναι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.