φραγγέλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραγγέλωση οι φραγγελώσεις
      γενική της φραγγέλωσης* των φραγγελώσεων
    αιτιατική τη φραγγέλωση τις φραγγελώσεις
     κλητική φραγγέλωση φραγγελώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φραγγελώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγγέλωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φραγγέλλωσις, φραγγελλώ(νω) + -σις > ση < (ελληνιστική κοινή) φραγγέλιον

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾaŋˈɟe.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φραγγέλλωση

Ουσιαστικό

φραγγέλωση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.