φουχτίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουχτίτσα οι φουχτίτσες
      γενική της φουχτίτσας
    αιτιατική τη φουχτίτσα τις φουχτίτσες
     κλητική φουχτίτσα φουχτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουχτίτσα < φούχτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

φουχτίτσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.