φουτουρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουτουρίστρια | οι | φουτουρίστριες |
| γενική | της | φουτουρίστριας | των | φουτουριστριών |
| αιτιατική | τη | φουτουρίστρια | τις | φουτουρίστριες |
| κλητική | φουτουρίστρια | φουτουρίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουτουρίστρια < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.