φουσκωμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουσκωμός οι φουσκωμοί
      γενική του φουσκωμού των φουσκωμών
    αιτιατική τον φουσκωμό τους φουσκωμούς
     κλητική φουσκωμέ φουσκωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουσκωμός < φουσκώνω + -ωμός

Ουσιαστικό

φουσκωμός αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.