φουσκωμάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκωμάρα οι φουσκωμάρες
      γενική της φουσκωμάρας
    αιτιατική τη φουσκωμάρα τις φουσκωμάρες
     κλητική φουσκωμάρα φουσκωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουσκωμάρα < (φουσκώνω) φουσκ- + -ωμάρα

Ουσιαστικό

φουσκωμάρα θηλυκό

  • αίσθηση φουσκώματος στο στομάχι ή την κοιλιά
    γιατρέ μου, έχω κάτι φουσκωμάρες, ενώ δεν τρώω πολύ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.