φουλάρω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fuˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐λά‐ρω
Ρήμα
φουλάρω, πρτ.: φούλαρα/φουλάριζα, αόρ.: φούλαρα/φουλάρισα, μτχ.π.π.: φουλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.