φορτηγοναυτιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτηγοναυτιλία οι φορτηγοναυτιλίες
      γενική της φορτηγοναυτιλίας των φορτηγοναυτιλιών
    αιτιατική τη φορτηγοναυτιλία τις φορτηγοναυτιλίες
     κλητική φορτηγοναυτιλία φορτηγοναυτιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορτηγοναυτιλία < φορτηγ(ό) + -ο- + ναυτιλία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

φορτηγοναυτιλία θηλυκό

  • (σπάνιο) ναυτιλία φορτηγών πλοίων
    Συνεργασία και συμπλοιοκτησία στην ελληνική φορτηγοναυτιλία. Η περίοδος του Μεσοπολέμου, Κωνσταντίνος Χλωμούδης, Εκδόσεις του Ιστορικού Αρχείου της ΕΤΕ, 1996

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.