φλογωπός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φλογωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλογωπός

Επίθετο

φλογωπός, -ή, -ό

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φλογωπος τὸ φλογωπον
      γενική τοῦ/τῆς φλογώπου τοῦ φλογώπου
      δοτική τῷ/τῇ φλογώπ τῷ φλογώπ
    αιτιατική τὸν/τὴν φλογωπον τὸ φλογωπον
     κλητική ! φλογωπε φλογωπον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φλογωποι τὰ φλογωπ
      γενική τῶν φλογώπων τῶν φλογώπων
      δοτική τοῖς/ταῖς φλογώποις τοῖς φλογώποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φλογώπους τὰ φλογωπ
     κλητική ! φλογωποι φλογωπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φλογώπω τὼ φλογώπω
      γεν-δοτ τοῖν φλογώποιν τοῖν φλογώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλογωπός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

φλογωπός, -ός, -όν

  1. με φλογερή όψη, φλογώδης, που μοιάζει με φλόγα
  2. σχετικός με τη φλόγα
      -Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 500
    πυρώσας δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα, πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα
    ...και σημεία με φλόγες τους άνοιξα τα μάτια να τα δουν, που πριν τους ήταν αόρατα, ίσως αναφέρεται σε πυρομαντική τέχνη)
  3. (ελληνιστική σημασία) που κοκκινίζει το πρόσωπο αλλά και τα μάτια του από το θυμό

  • φλογώψ

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φλέγω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.