φλογωπός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλογωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλογωπός
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- φλογωπός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φλογωπος | τὸ | φλογωπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φλογώπου | τοῦ | φλογώπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φλογώπῳ | τῷ | φλογώπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φλογωπον | τὸ | φλογωπον | ||
| κλητική ὦ! | φλογωπε | φλογωπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φλογωποι | τὰ | φλογωπᾰ | ||
| γενική | τῶν | φλογώπων | τῶν | φλογώπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φλογώποις | τοῖς | φλογώποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φλογώπους | τὰ | φλογωπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φλογωποι | φλογωπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλογώπω | τὼ | φλογώπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φλογώποιν | τοῖν | φλογώποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλογωπός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
φλογωπός, -ός, -όν
- με φλογερή όψη, φλογώδης, που μοιάζει με φλόγα
- σχετικός με τη φλόγα
- ※ -Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 500
- πυρώσας δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα, πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα
- ...και σημεία με φλόγες τους άνοιξα τα μάτια να τα δουν, που πριν τους ήταν αόρατα, ίσως αναφέρεται σε πυρομαντική τέχνη)
- πυρώσας δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα, πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα
- ※ -Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 500
- (ελληνιστική σημασία) που κοκκινίζει το πρόσωπο αλλά και τα μάτια του από το θυμό
- φλογώψ
Πηγές
- φλογωπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλογωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.