φλεβορραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φλεβορραγία | οι | φλεβορραγίες |
| γενική | της | φλεβορραγίας | των | φλεβορραγιών |
| αιτιατική | τη | φλεβορραγία | τις | φλεβορραγίες |
| κλητική | φλεβορραγία | φλεβορραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
φλεβορραγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.