φλίπερ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfli.peɾ/
Ουσιαστικό
φλίπερ ουδέτερο άκλιτο
- ηλεκτρομηχανικό παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης, χειριζόμενος κάποιους μοχλούς, προσπαθεί να κατευθύνει μια μπαλίτσα ανάμεσα από κάποια εμπόδια και προς ορισμένους στόχους
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.