μπαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
μπαλίτσα που χωράει στο ανθρώπινο χέρι, φωτογραφία του Ίντγουιρντ Μάιμπριτζ (1830-1904)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαλίτσα | οι | μπαλίτσες |
| γενική | της | μπαλίτσας | — | |
| αιτιατική | την | μπαλίτσα | τις | μπαλίτσες |
| κλητική | μπαλίτσα | μπαλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαλίτσα < υποκοριστικό του μπάλα
Μεταφράσεις
μπαλίτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.