οριστικοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οριστικοποιώ < οριστικός + ποιώ

Ρήμα

οριστικοποιώ

  1. κάνω κάτι οριστικό
    Οριστικοποιώ το θέμα και δεν δέχομαι διαφωνίες.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.