φιλτράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φιλτράρισμα | τα | φιλτραρίσματα |
| γενική | του | φιλτραρίσματος | των | φιλτραρισμάτων |
| αιτιατική | το | φιλτράρισμα | τα | φιλτραρίσματα |
| κλητική | φιλτράρισμα | φιλτραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλτράρισμα < φιλτράρω
Ουσιαστικό
φιλτράρισμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.