φιλοτεχνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλοτεχνώ < αρχαία ελληνική φιλοτεχνέω- φιλοτεχνῶ < φιλότεχνος

Ρήμα

φιλοτεχνώ

  • δημιουργώ κάτι επιστρατεύοντας τις όποιες αλλά και πιθανόν τις πολλές ικανότητές μου στην τέχνη
    Εσύ φιλοτεχνείς αλλά τα αγγεία είναι φασόν και πρέπει να τα παραδώσουμε αύριο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.