φιλοπεριέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοπεριέργεια | οι | φιλοπεριέργειες |
| γενική | της | φιλοπεριέργειας | των | φιλοπεριεργειών |
| αιτιατική | τη | φιλοπεριέργεια | τις | φιλοπεριέργειες |
| κλητική | φιλοπεριέργεια | φιλοπεριέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοπεριέργεια < φιλο- + περιέργεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλοπεριέργεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.