φιλαράκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλαράκος | οι | φιλαράκοι |
| γενική | του | φιλαράκου | των | φιλαράκων |
| αιτιατική | τον | φιλαράκο | τους | φιλαράκους |
| κλητική | φιλαράκο | φιλαράκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλαράκος < φιλ- + -αράκος
Ουσιαστικό
φιλαράκος αρσενικό
- ο φίλος, συχνά όμως με έννοια κρυφής αποδοκιμασίας
- την είδα με τον φιλαράκο της (τον εραστή της)
- (θωπευτικό, όταν μιλάμε με μικρά παιδιά)
- πήγαινε να κάνεις κούνια με το φιλαράκο σου
Συνώνυμα
- φιλαράκι (ουδέτερο)
Συγγενικά
- φιλάρα
- → και δείτε τη λέξη φίλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.