φιλήσει
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
φιλήσει
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα (φιλήσω) του φιλέω / φιλῶ
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου μέλλοντα (φιλήσομαι) του φιλέω / φιλῶ
- εναλλακτικά: φιλήσῃ
- επικός τύπος : γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του φιλέω
- δωρικός τύπος : γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του φιλέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
φιλήσει θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.