φιλήσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φιλήσει



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

φιλήσει

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα (φιλήσω) του φιλέω / φιλῶ
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου μέλλοντα (φιλήσομαι) του φιλέω / φιλῶ
    εναλλακτικά: φιλήσῃ
  3. επικός τύπος: γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του φιλέω
  4. δωρικός τύπος: γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του φιλέω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φιλήσει θηλυκό

  1. δοτική ενικού του φίλησις
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του φίλησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.