φεσώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φεσώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φεσώνω

Ρήμα

φεσώνομαι

  1. δεν μου εξοφλούν δάνειο, αρνούνται να μου δώσουν όσα μου οφείλουν
    Φεσώθηκα 2.000 ευρώ
  2. υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο.
    Αντί να διασκεδάσουμε, φεσωθήκαμε (πιθανόν με την έννοια ότι «δεν έπιασαν τόπο» τα λεφτά που δώσαμε για να ψυχαγωγηθούμε)
  3. με επιβαρύνουν, με φορτώνουν με κάτι/κάποιον.
    Σαν να μην έφτανε που θα οδηγούσα 3 ώρες, φεσώθηκα να κουβαλήσω και τη θεία Μαρίκα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.