φερμάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φερμάρισμα τα φερμαρίσματα
      γενική του φερμαρίσματος των φερμαρισμάτων
    αιτιατική το φερμάρισμα τα φερμαρίσματα
     κλητική φερμάρισμα φερμαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φερμάρισμα < φερμάρ(ω) + -ισμα[1]

Ουσιαστικό

φερμάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φερμάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.