φερμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φερμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική fermar(e) + [1]

Ρήμα

φερμάρω

  1. αυτό που κάνει το κυνηγετικό σκυλί όταν μυρίζεται θήραμα και καθώς το εντοπίζει, στηλώνεται
  2. (ναυτικός όρος) τεντώνω το σκοινί (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. (προφορικό, ιδιωματισμός) επιτελώ διείσδυση κατά την σεξουαλική επαφή, γαμάω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.