φεντεραλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεντεραλισμός οι φεντεραλισμοί
      γενική του φεντεραλισμού των φεντεραλισμών
    αιτιατική τον φεντεραλισμό τους φεντεραλισμούς
     κλητική φεντεραλισμέ φεντεραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεντεραλισμός < αγγλική federalism

Ουσιαστικό

φεντεραλισμός αρσενικό

  • η πολιτική θεωρία που υποστηρίζει την ομοσπονδιοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης μιας χώρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.