αφειδώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφειδώς < αρχαία ελληνική ἀφειδῶς < ἀφειδής < ἀ- στερητικό + φείδομαι

Επίρρημα

αφειδώς

  1. με γενναιοδωρία, σπατάλη, άφθονα, χωρίς φειδώ
    μοίραζε αφειδώς τις υποσχέσεις
  2. απερίσκεπτα, ασύνετα

Συνώνυμα

  • αφειδόλευτα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.