φαρμάττω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φαρμάττω < φάρμακον
Ρήμα
φαρμάττω- αττικός τύπος του φαρμάσσω
- θεραπεύω με φάρμακα
- κάνω μάγια
- χρωματίζω
- σκληραίνω, στερεοποιώ
- (μεταφορικά) καλοπιάνω με κολακείες
- δηλητηριάζω
- (για φαγητό) αρτύω, καρυκεύω
Πηγές
- φαρμάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαρμάττω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.