φαντασιακό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαντασιακό | τα | φαντασιακά |
| γενική | του | φαντασιακού | των | φαντασιακών |
| αιτιατική | το | φαντασιακό | τα | φαντασιακά |
| κλητική | φαντασιακό | φαντασιακά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία el
- φαντασιακό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φαντασιακό ουδέτερο
- (φιλοσοφία, ψυχολογία) πλαίσιο αξιών, εύρος αρχών κι ιδεολογιών φανταστικά πλασμένων
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φαντασιακό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φαντασιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.