φανελλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανελλάδικο τα φανελλάδικα
      γενική του φανελλάδικου των φανελλάδικων
    αιτιατική το φανελλάδικο τα φανελλάδικα
     κλητική φανελλάδικο φανελλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανελλάδικο < φανέλλ(α) + -άδικο

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.neˈla.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φανελλάδικο

Ουσιαστικό

φανελλάδικο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.