φαβέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαβέλα οι φαβέλες
      γενική της φαβέλας των φαβέλων
    αιτιατική τη φαβέλα τις φαβέλες
     κλητική φαβέλα φαβέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαβέλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική favela < πορτογαλική favela

Ουσιαστικό

φαβέλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.