υφαλμυρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υφαλμυρότητα | οι | υφαλμυρότητες |
| γενική | της | υφαλμυρότητας | των | υφαλμυροτήτων |
| αιτιατική | την | υφαλμυρότητα | τις | υφαλμυρότητες |
| κλητική | υφαλμυρότητα | υφαλμυρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υφαλμυρότητα
|
→ δείτε τη λέξη γλυφάδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.