υφαλμυρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφαλμυρότητα οι υφαλμυρότητες
      γενική της υφαλμυρότητας των υφαλμυροτήτων
    αιτιατική την υφαλμυρότητα τις υφαλμυρότητες
     κλητική υφαλμυρότητα υφαλμυρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφαλμυρότητα < υφάλμυρος + -ότητα

Ουσιαστικό

υφαλμυρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.