υποφαρμακοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποφαρμακοποιός οι υποφαρμακοποιοί
      γενική του υποφαρμακοποιού των υποφαρμακοποιών
    αιτιατική τον υποφαρμακοποιό τους υποφαρμακοποιούς
     κλητική υποφαρμακοποιέ υποφαρμακοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποφαρμακοποιός < υπο- + φαρμακοποιός

Ουσιαστικό

υποφαρμακοποιός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.