υποτροφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτροφία οι υποτροφίες
      γενική της υποτροφίας των υποτροφιών
    αιτιατική την υποτροφία τις υποτροφίες
     κλητική υποτροφία υποτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποτροφία < υπότροφος

Ουσιαστικό

υποτροφία θηλυκό

  • η οικονομική ενίσχυση που δίνεται ως δωρεά σε φοιτητή, για τα δίδακτρα ή/και για τη διαβίωση κατά τη διάρκεια των σπουδών, από μη συγγενικό άτομο ή ίδρυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.