υποστυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποστυλώνω < (ελληνιστική κοινή) ὑποστυλόομαι < ὑπόστυλος < αρχαία ελληνική στῦλος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- υπόστυλος
- υποστύλωμα
- υποστύλωση
- υποστυλωτικά
- υποστυλωτικός
- → δείτε τη λέξη στύλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποστυλώνω | υποστύλωνα | θα υποστυλώνω | να υποστυλώνω | υποστυλώνοντας | |
| β' ενικ. | υποστυλώνεις | υποστύλωνες | θα υποστυλώνεις | να υποστυλώνεις | υποστύλωνε | |
| γ' ενικ. | υποστυλώνει | υποστύλωνε | θα υποστυλώνει | να υποστυλώνει | ||
| α' πληθ. | υποστυλώνουμε | υποστυλώναμε | θα υποστυλώνουμε | να υποστυλώνουμε | ||
| β' πληθ. | υποστυλώνετε | υποστυλώνατε | θα υποστυλώνετε | να υποστυλώνετε | υποστυλώνετε | |
| γ' πληθ. | υποστυλώνουν(ε) | υποστύλωναν υποστυλώναν(ε) |
θα υποστυλώνουν(ε) | να υποστυλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποστύλωσα | θα υποστυλώσω | να υποστυλώσω | υποστυλώσει | ||
| β' ενικ. | υποστύλωσες | θα υποστυλώσεις | να υποστυλώσεις | υποστύλωσε | ||
| γ' ενικ. | υποστύλωσε | θα υποστυλώσει | να υποστυλώσει | |||
| α' πληθ. | υποστυλώσαμε | θα υποστυλώσουμε | να υποστυλώσουμε | |||
| β' πληθ. | υποστυλώσατε | θα υποστυλώσετε | να υποστυλώσετε | υποστυλώστε | ||
| γ' πληθ. | υποστύλωσαν υποστυλώσαν(ε) |
θα υποστυλώσουν(ε) | να υποστυλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποστυλώσει | είχα υποστυλώσει | θα έχω υποστυλώσει | να έχω υποστυλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποστυλώσει | είχες υποστυλώσει | θα έχεις υποστυλώσει | να έχεις υποστυλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποστυλώσει | είχε υποστυλώσει | θα έχει υποστυλώσει | να έχει υποστυλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποστυλώσει | είχαμε υποστυλώσει | θα έχουμε υποστυλώσει | να έχουμε υποστυλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποστυλώσει | είχατε υποστυλώσει | θα έχετε υποστυλώσει | να έχετε υποστυλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποστυλώσει | είχαν υποστυλώσει | θα έχουν υποστυλώσει | να έχουν υποστυλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.