υποστυλωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποστυλωτικά < υποστυλωτικός + -ά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υποστυλώνω και στύλος
Μεταφράσεις
υποστυλωτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υποστυλωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποστυλωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.