υποστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποστάτης οι υποστάτες
      γενική του υποστάτη των υποστατών
    αιτιατική τον υποστάτη τους υποστάτες
     κλητική υποστάτη υποστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστάτης < υπο- + -στάτης

Ουσιαστικό

υποστάτης αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.