υποπίεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποπίεση οι υποπιέσεις
      γενική της υποπίεσης* των υποπιέσεων
    αιτιατική την υποπίεση τις υποπιέσεις
     κλητική υποπίεση υποπιέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποπιέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποπίεση < υπο- + πίεση

Ουσιαστικό

υποπίεση θηλυκό

  1. για υγρά ή αέρια
    • η πίεση που είναι μικρότερη από την κανονική ή την προτεινόμενη
      στα ελαστικά των αυτοκινήτων η υποπίεση μικραίνει τη διάρκεια ζωής τους
    • η πίεση που είναι μικρότερη από την πίεση του περιβάλλοντος χώρου
      στους υπολογιστές είναι προτιμότερο τα ανεμιστηράκια που βγάζουν αέρα να είναι δυνατότερα από αυτά που βάζουν ώστε να δημιουργείται υποπίεση η οποία ρίχνει και τη θερμοκρασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.