υποπίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποπίεση | οι | υποπιέσεις |
| γενική | της | υποπίεσης* | των | υποπιέσεων |
| αιτιατική | την | υποπίεση | τις | υποπιέσεις |
| κλητική | υποπίεση | υποπιέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποπιέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υποπίεση θηλυκό
- για υγρά ή αέρια
- η πίεση που είναι μικρότερη από την κανονική ή την προτεινόμενη
- στα ελαστικά των αυτοκινήτων η υποπίεση μικραίνει τη διάρκεια ζωής τους
- η πίεση που είναι μικρότερη από την πίεση του περιβάλλοντος χώρου
- στους υπολογιστές είναι προτιμότερο τα ανεμιστηράκια που βγάζουν αέρα να είναι δυνατότερα από αυτά που βάζουν ώστε να δημιουργείται υποπίεση η οποία ρίχνει και τη θερμοκρασία
- η πίεση που είναι μικρότερη από την κανονική ή την προτεινόμενη
Μεταφράσεις
υποπίεση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.