υπολογίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπολογίστρια | οι | υπολογίστριες |
| γενική | της | υπολογίστριας | των | υπολογιστριών |
| αιτιατική | την | υπολογίστρια | τις | υπολογίστριες |
| κλητική | υπολογίστρια | υπολογίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπολογίστρια < υπολογιστής + -τρια
Μεταφράσεις
υπολογίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.