υπογειοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπογειοποιώ < υπόγει(ο) + -ο- + -ποιώ

Ρήμα

υπογειοποιώ, αόρ.: υπογειοποίησα, παθ.φωνή: υπογειοποιούμαι, π.αόρ.: υπογειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: υπογειοποιημένος

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.