υπερτίμημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπερτίμημα | τα | υπερτιμήματα |
| γενική | του | υπερτιμήματος | των | υπερτιμημάτων |
| αιτιατική | το | υπερτίμημα | τα | υπερτιμήματα |
| κλητική | υπερτίμημα | υπερτιμήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερτίμημα < υπερτιμώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υπερτιμώ
Μεταφράσεις
υπερτίμημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.