υπερσυγκέντρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερσυγκέντρωση οι υπερσυγκεντρώσεις
      γενική της υπερσυγκέντρωσης* των υπερσυγκεντρώσεων
    αιτιατική την υπερσυγκέντρωση τις υπερσυγκεντρώσεις
     κλητική υπερσυγκέντρωση υπερσυγκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυγκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερσυγκέντρωση < υπερ- + συγκέντρωση

Ουσιαστικό

υπερσυγκέντρωση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.