υπερομοταξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερομοταξία οι υπερομοταξίες
      γενική της υπερομοταξίας των υπερομοταξιών
    αιτιατική την υπερομοταξία τις υπερομοταξίες
     κλητική υπερομοταξία υπερομοταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερομοταξία < υπερ- + ομοταξία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

υπερομοταξία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.