υπερθεμάτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερθεμάτιση οι υπερθεματίσεις
      γενική της υπερθεμάτισης* των υπερθεματίσεων
    αιτιατική την υπερθεμάτιση τις υπερθεματίσεις
     κλητική υπερθεμάτιση υπερθεματίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερθεματίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερθεμάτιση < υπερθεματίζω + -ση < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματίζω

Ουσιαστικό

υπερθεμάτιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.