υπερβιταμίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερβιταμίνωση οι υπερβιταμινώσεις
      γενική της υπερβιταμίνωσης* των υπερβιταμινώσεων
    αιτιατική την υπερβιταμίνωση τις υπερβιταμινώσεις
     κλητική υπερβιταμίνωση υπερβιταμινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβιταμινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερβιταμίνωση < υπερ- + βιταμίνωση

Ουσιαστικό

υπερβιταμίνωση θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.