υπεραισθησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεραισθησία | οι | υπεραισθησίες |
| γενική | της | υπεραισθησίας | των | υπεραισθησιών |
| αιτιατική | την | υπεραισθησία | τις | υπεραισθησίες |
| κλητική | υπεραισθησία | υπεραισθησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεραισθησία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υπεραισθησία θηλυκό
- (ιατρική) η χαμηλού ορίου (εύκολη) απόκριση στα ερεθίσματα
- (ιατρική) η υπερβολική απόκριση και κυρίως αντίδραση στα ερεθίσματα
- (ψυχολογία) η νοερή ερεθισματική γένεση (ενώ δεν υπάρχουν εξωτερικά ερεθίσματα)
- ψευδοβιωματικότητα, κιβδηλοβιωματικότητα
- (διότι ψευδοβιωματικότητα δεν υφίσταται, ακόμα και ένα ψευδές ερέθισμα παράγει βιωματικότητα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.