υπερίπταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερίπταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερίπταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + ίπταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peˈɾi.pta.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερίπταμαι
παλιότερος συλλαβισμός: υπερίπταμαι

Ρήμα

υπερίπταμαι, πρτ.: ιπεριπτάμην (αποθετικό ρήμα)

  • (λόγιο) πετώ πάνω από ένα χώρο
    λόγια σύνταξη + γενική: υπερίπταται της πόλης [1]

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.